Δαμάγητος

Δαμάγητος
Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Βασιλιάς της Ιαλυσού της Ρόδου (6oς; αι. π.Χ.). Έπειτα από συμβουλή του Μαντείου των Δελφών, σύμφωνα με την οποία θα έπρεπε να πάρει για σύζυγο την κόρη του αρίστου των Ελλήνων, νυμφεύτηκε την κόρη του Μεσσήνιου ήρωα Αριστομένη και έγινε πατέρας του περίφημου Ρόδιου αθλητή Διαγόρα του ολυμπιονίκη. 2. Ολυμπιονίκης από τη Ρόδο (5ος αι. π.Χ.). Ο πρωτότοκος από τους γιους του Διαγόρα, αναδείχθηκε νικητής στο παγκράτιο, στην Ολυμπία (448 π.Χ.), την ημέρα ακριβώς της νίκης και του αδελφού του Aκουσιλάου στην πυγμαχία ανδρών. Τα δύο αδέλφια περιέφεραν τον δοξασμένο πατέρα τους Διαγόρα στους ώμους τους μετά τις νίκες τους, ο οποίος και ξεψύχησε από τη βαθιά συγκίνηση. Για τη νίκη του Δ. έγραψε ύμνο ο Πίνδαρος και ο ανδριάντας του στήθηκε στην Άλτη της Ολυμπίας. Από τον ανδριάντα σώθηκε μόνο το βάθρο. 3. Ένας από τους 17 Σπαρτιάτες που πήγαν το 421 π.Χ. για τη σύναψη συνθήκης ειρήνης με τους Αθηναίους. 4. Επιγραμματοποιός (τέλη 3ου αι. π.Χ.). Ήταν πιθανώς δωρικής καταγωγής και περιλαμβάνεται στην ανθολογία Στέφανος του Μελέαγρου. Σώζονται περίπου δέκα επιγράμματά του στην Παλατινή Ανθολογία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Δαμάγητος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δαμαγήτου — Δαμάγητος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δαμαγήτῳ — Δαμάγητος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δαμάγητε — Δαμάγητος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δαμάγητον — Δαμάγητος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Lettres d'Hippocrate — Lettres d Hippocrate, également intitulées Lettres d Hippocrate aux Abéritains, est l œuvre du Pseudo Hippocrate, un imposteur anonyme. Ces Lettres forment un recueil d épîtres rédigées pendant la période romaine antique, faussement attribués à… …   Wikipédia en Français

  • δήμος — (5ος αι. π.Χ.). Αθηναίος, γιος του Πυριλάμπη που φημιζόταν για το κάλλος του. Για την ομορφιά του γίνεται λόγος στον Γοργία του Πλάτωνα και στον Αριστοφάνη. Το σπίτι του Πυριλάμπη και του Δ. ήταν γνωστό σε όλη την Ελλάδα για τα πτηνοτροφεία του,… …   Dictionary of Greek

  • ιερομνήμονας — ο (ΑΜ ἱερομνήμων, Α δωρ. τ. ἱερομνάμων) τίτλος που απονέμεται σε ιερείς (νεοελλ. μσν.) εκκλησιαστικό αξίωμα που έδιναν, κατά τη βυζαντινή εποχή κυρίως, σε διακόνους και, σπάνια, σε ιερείς ή λαϊκούς αρχ. 1. αυτός που γνώριζε τα σχετικά με τη θεία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”